- συγκρίματα
- σύγκριμαbody formed by combinationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λιθιασικός — ή, ό [λιθίαση] ιατρ. 1. σχετικός με τη λιθίαση («λιθιασική χολοκυστίτιδα») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λιθίαση 3. φρ. «λιθιασική διάθεση» η τάση τού οργανισμού να σχηματίζει συγκρίματα, δηλαδή λίθους, σε διάφορα κοίλα όργανα … Dictionary of Greek
σιδηρολιθικός — ή, ό, Ν [σιδηρόλιθος] 1. (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρόλιθο 2. γεωλ. χαρακτηρισμός σχηματισμού ερυθρών αργίλων με σιδηρούχα συγκρίματα τα οποία προέρχονται από πολύ παλαιά εδάφη και αποτελούν πηγές απόληψης σιδήρου … Dictionary of Greek
συναπέρχομαι — ΜΑ 1. αναχωρώ μαζί με άλλον 2. φρ. α) «φλὲψ συναπιοῡσα» φλέβα που διακλαδίζεται μαζί με άλλη (Γαλ.) β) «πωρίδια συναπελθόντα» μικρά συγκρίματα που εξέρχονται με τα ούρα (Ρούφ.) … Dictionary of Greek
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
ωτόλιθος — ο, Ν ζωολ. 1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων 2. (κατ επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ … Dictionary of Greek